Αν και ο Κωνσταντίνος Ιωνίδης ή Ιπλιξής (1775-1852) είναι περισσότερο γνωστός ως ευεργέτης του Πειραιά και η «Ιωνίδειος Σχολή» διασώζει ώς τις ημέρες μας το όνομά του στην ιστορική μνήμη, έχει ωστόσο δικαιωματικά τη θέση του ανάμεσα στους μεγάλους εθνικούς μας ευεργέτες. Και ιδιαίτερα εκείνους που «γεννηθέντες εις δούλιον ήμαρ, απάτριδες και απαίδευτοι», μετά τη σύσταση του πρώτου ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, έστω και με τα ασφυκτικά περιορισμένα εδαφικά του όρια, διέθεσαν πρόθυμα τον πλούτο που απέκτησαν με μόχθους και θυσίες μιας ολόκληρης ζωής για την ενίσχυση της Παιδείας. Διότι, αυτοί οι «απαίδευτοι», πίστευαν βαθύτατα ότι παρέχοντας στις νεότερες γενεές των Ελλήνων τα απαραίτητα μέσα για εκπαίδευση και – ευρύτερα – πνευματική καλλιέργεια, τους εξασφάλιζαν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για «να απολαύσουν τα αγαθά της ελευθερίας, της ευνομίας και του πολιτισμού» και, συγχρόνως, έθεταν τις βάσεις, τα στέρεα θεμέλια για το μέλλον του Έθνους.
Η γενναία δωρεά του Ιωνίδη προς το Πανεπιστήμιο Αθηνών και τα σημαντικά ποσά που διέθεσε για ανέγερση σχολείων και ιερών ναών, για την ίδρυση βιβλιοθηκών, τη χορήγηση υποτροφιών σε άπορους φοιτητές και μαθητές, την έκδοση βιβλίων και εν γένει την ενίσχυση διαφόρων πολιτιστικών σκοπών, αποτελούν πράξεις γενναιοφροσύνης και αφειδώλευτης προσφοράς προς το κοινωνικό σύνολο το οποίο τιμούν. Όλες αυτές οι δωρεές έγιναν «εν ζωή» και ξεπερνούν, κατά τους μετριότερους υπολογισμούς, τις 600.000 χρυσές δραχμές της εποχής, ενώ με το πρακτικό πνεύμα που διέκρινε τον Ιωνίδη, στα διάφορα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, με τα οποία εξέφραζε, κατά περίπτωση, τη βούλησή του, έθετε ρήτρες ιδιαίτερα αυστηρές, ώστε να διασφαλίζεται η χρηστή και «λελογισμένη» διαχείρισης των χρημάτων του και να παρέχεται η δυνατότητα για την απρόσκοπτη εκπλήρωση των σκοπών που είχε τάξει στην ευρύτερη δυνατή χρονική προοπτική. Ορισμένοι – και νομίζω όχι άδικα – τον συγκρίνουν με τους Ζωσιμάδες, τους Ριζάρηδες, τον Καπλάνη και τον Στουρνάρη, με τους οποίους, άλλωστε, είχε πολλά κοινά σημεία ο Ιωνίδης. Διότι και αυτοί έταξαν ως μόνον σκοπό της ζωής τους την προαγωγή της Παιδείας και τον φωτισμό των Ελληνοπαίδων σε μία εποχή κρίσιμη, που η Ελλάδα – η Ελλάδα της οροθετικής γραμμής της Όθρυος – μόλις είχε απαλλαγεί από τον τυραννικό ζυγό της δουλείας τεσσάρων αιώνων. Και ξεκινούσε, κάτω από αντίξοες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, την πορεία της προς το μέλλον, χωρίς όμως να απολείπει η προσδοκία πως αυτό μπορούσε – και έπρεπε – να είναι καλύτερο.
ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΣΤΗΝ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑ
Ο Κωνσταντίνος Ιωάννου Ιπλιξής – όπως θα υπογράφει ο Ιωνίδης ώς τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1830, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις και αργότερα – γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1775. Η οικογένειά του, όμως, είχε τις ρίζες της στην Ανατολή και, συγκεκριμένα, στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο πατέρας του Ιωάννης ήταν ιερέας και είχε γεννηθεί εκεί. Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς εγκατέλειψε τη γενέτειρά του για να εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη, ούτε τους λόγους για τους οποίους αναγκάστηκε να εκπατριστεί. Πάντως, όταν έφτασε στην Πόλη μαζί με τον νεότερο αδελφό του Λουκά, πήραν και οι δύο το επώνυμο Καϊζαρλής (τουρκική απόδοση του Καισαρεύς) ενδεικτικό, δηλαδή, του τόπου της καταγωγής τους, όπως συνηθιζόταν τότε. Ως προς τον πατέρα του Κωνσταντίνου, τον ιερέα Ιωάννη Καϊζαρλή και την ιδιαίτερη πατρίδα του – την Καισάρεια – ο Αναστάσιος Γούδας, ο οποίος παρέχει χρήσιμα πληροφοριακά στοιχεία για την περίοδο αυτή, γράφει: «Δεν υπήρχαν μεν εκεί τότε Μεγάλοι Βασίλειοι αλλ’ υπήρχαν ιερείς του Θεού του Υψίστου, εννοούντες την τότε καθομιλουμένην ελληνικήν και λειτουργούντες ελληνιστί, καίτοι διά τουρκικών ίσως γραμμάτων έχοντες γεγραμμένην την λειτουργίαν των. Εις των ιερέως τούτων υπήρξε και ο παπα-Ιωάννης, πατήρ του Κωνσταντίνου [...]».
Και συνεχίζει: «Ο ιερεύς ούτος βέβαιον είναι ότι ελάλει την καθομιλουμένην ελληνικής και ελειτούργει ελληνιστί είχε διοριστεί εφημέριος ενορίας τινός, καλουμένης Ελπίδος, κατά την συνοικίαν Κοντοσκάλι της Κωνσταντινουπόλεως και τοιούτος μεν ο πατήρ του Κωνσταντίνου η δε μήτηρ αυτού εκαλείτο Δεσποινού αμφότεροι δεν είναι γνωστόν αν ήσαν κάτοχοι παιδείας τινός γνωστόν όμως είναι ότι ήσαν χριστιανοί ευσεβέστατοι, ώσπερ άπαντες οι εκ Καισαρείας καταγόμενοι [...]».
Στην Πόλη, εκτός από τον Κωνσταντίνο, γεννήθηκαν και τα άλλα τέσσερα παιδιά του παπα-Γιάννη και της Δεσποινούς, ένα ακόμη αγόρι, ο Νικόλαος και τρία κορίτσια. Σύντομα, όμως, γύρω στα 1783, ο παπα-Γιάννης έφυγε από τη ζωή και άφησε τη γυναίκα του με πέντε ορφανά, χωρίς κανέναν – ουσιαστικά – πόρο ζωής. Ο πρωτότοκος Κωνσταντίνος υποχρεώθηκε, όσο κι αν τούτο φαίνεται περίεργο, στην τρυφερή ηλικία των οκτώ χρόνων να μπει στη βιοπάλη για να κερδίσει με τον ιδρώτα του το ψωμί του ίδιου και της οικογένειάς του. Αρχίζει από τότε για το πρόωρα ορφανεμένο παιδί μία σκληρή πορεία ζωής, που ενέχει όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις ηρωικές πράξεις και τα εκπληκτικά κατορθώματα. Και που θα οδηγήσει, τελικά, συχνά μέσα από συμπληγάδες που πολλές φορές απείλησαν να τον συνθλίψουν, στην δικαίωση και την καταξίωση.
ΜΙΑ ΖΩΗ ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
«Η ζωή του Κωνσταντίνου – γράφει ο Αντώνης Μαρμαρινός – ξετυλίγεται σαν παραμύθι. Είναι το παραμύθι των Ρωμιών εκείνων που έζησαν τη μισή ζωή τους λίγα χρόνια πριν από το 1821 μέσα στην καρδιά της τουρκικής αυτοκρατορίας, την Πόλη, που κι ας ήταν τούρκικη, τριγύρω οι εκκλησίες, το Πατριαρχείο, η Αγιά Σοφιά, οι ονομασίες, τα διάφορα ιδρύματα κρατούσαν ζωντανή την παρουσία του Βυζαντίου [...]. Ήταν ο Κωνσταντίνος από τους Έλληνες εκείνους με τα λίγα κολυβογράμματα που κατά την τελευταία περίοδο της ζωής τους είδαν ξαναγεννημένη κι ελεύθερη την Ελλάδα σ’ εάν κομμάτι της πατρογονικής γης, ενώ η ιδιαίτερη πατρίδα τους εξακολουθούσε να παραμένει ακόμη αλυσοδεμένη στη σκλαβιά. Ένας από τους «αλύτρωτους», όπως τους έλεγαν, που έδωσε την καρδιά, την ψυχή, το είναι του, το βιος του για να προκόψει η Παιδεία στην ελεύθερη πατρίδα και να δώσει στα παιδιά του απανταχού Ελληνισμού τα φώτα που στερήθηκε ο ίδιος σαν σκλάβος [...]».
Η ζωή του «αλύτρωτου» αυτού Έλληνα, που έμελλε ν’ αναδειχθεί αργότερα σε εθνικό ευεργέτη, ξετυλίγεται, πράγματι, «σαν παραμύθι». Στα οκτώ χρόνια του τον στέλνει η μητέρα του να εργαστεί σαν παραγιός στο μαρμαράδικο του θείου του Λουκά, που στάθηκε γι’ αυτόν δεύτερος πατέρας. Σύντομα, όμως, από τη μαρμαρόσκονη πειράζονται τα μάτια του και αναγκάζεται ν’ αναζητήσει άλλη εργασία, στο κατάστημα υφασμάτων του Χατζή – Μανωλάκη Καμάρα, που βρισκόταν κοντά στο εργαστήριο του θείου του. Φυσικά, λόγω ηλικίας, περιορίζεται αρχικά σε βοηθητικές δουλειές, κυρίως θελήματα. Είναι, όμως, εργατικός, υπάκουος και τίμιος – και τούτο έχει ως αποτέλεσμα να κερδίσει τη συμπάθεια των πελατών του Καμάρα, που ενισχύουν την πενιχρή, άλλωστε, αμοιβή του με φιλοδωρήματα. «Την ημέρα που κέρδισα τρία άσπρα [άσπρο (ακτσί) = Η κατώτερη υποδιαίρεση του τουρκικού νομίσματος (τρία άσπρα ισοδυναμούσαν με έναν παρά και σαράντα παράδες με ένα γρόσι)] – θα πει αργότερα ο ίδιος – νόμισα πως ξαναγεννήθηκα. Με μία κατανυκτική προσευχή, εξέφρασα την ευγνωμοσύνη μου στη Θεία Πρόνοια, έδωσα τα τρία άσπρα στη μάνα μου και της υποσχέθηκα ότι θα κάνω το ίδιο όσο υπάρχουν οικογενειακές ανάγκες».
Έφηβος πλέον κι αφού μόνος του, χάρη στην ευφυΐα και την επιμονή του, κατόρθωσε να μάθει λίγα γράμματα, άρχισε να συνειδητοποιεί την αξία του εμπορίου και να μαθαίνει τα μυστικά της δουλειάς, μέσα στο υφασματεμπορικό κατάστημα του Καμάρα. Και, σταδιακά, πέρασε από τις θέσεις του μαθητευόμενου και του υπαλλήλου για να εξελιχθεί αργότερα σε συνέταιρο με ποσοστά. Από τότε, άρχισε να προσθέτει στο επώνυμο Ιωάννου και το Ιπλιξής, επίθετο που ο Α. Γούδας εσφαλμένα αποδίδει στη σύντομη παραμονή του στο μαρμαράδικο του θείου του Λουκά. Διότι «ιπλίκ» στα τουρκικά – όπως εύστοχα επισημαίνει ο Α. Μαρμαρινός – σημαίνει νήμα και Ιπλιξής είναι ο νηματουργός και κατ’ επέκταση εκείνος που πουλά υφαντά από νήμα. Ιπλιξήδες λέγονταν στην Πόλη οι πραματευτάδες των υφαντών και γενικά των υφασμάτων».
Εργατικός και με έμφυτη την τάση για μία καλώς νοουμένη οικονομία, άρχισε να προοδεύει στην εργασία του, εξασφαλίζοντας πλέον με ανετότερο τρόπο τα αναγκαία για τη συντήρηση της πατρικής του οικογένειας. Κι αφού σύντομα κατόρθωσε να προικίσει και να παντρέψει τις τρεις αδελφές του, αποφάσισε το 1802, σε ηλικία 27 ετών, να δημιουργήσει δική του οικογένεια. Ο γάμος του με τη Μαριώρα, κόρη του αδαμαντοπώλη Ιωάννη Σενδουκάκη, που είχε επίσης γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη, στάθηκε ευτυχισμένος και απέκτησε μαζί της ένδεκα παιδιά, εφτά κορίτσια και τέσσερα αγόρια, από τα οποία μόνον ένα αγόρι, ο Ιωάννης – Κωνσταντίνος, πέθανε σε νηπιακή ηλικία, ενώ τα υπόλοιπα επέζησαν και δημιούργησαν αργότερα τις δικές τους οικογένειες. Ιδιαίτερα οι άρρενες απόγονοί του συνέχισαν την ωραία παράδοση που θεμελίωσε ο Κ. Ιωνίδης, στον χώρο όχι μόνον της καθαρά επιχειρηματικής δραστηριότητας αλλά και της ευρύτερης κοινωνικής προσφοράς, σχεδόν έως τις ημέρες μας.
Το εμπόριο υφασμάτων, στο οποίο είχε επιδοθεί ο Ιωνίδης στην Κωνσταντινούπολη, υπήρξε αρκετά αποδοτικό, κυρίως μετά την απόφασή του να επεκτείνει τη δραστηριότητά του με απευθείας εισαγωγές υφασμάτων από την Αγγλία, που πολλαπλασίαζαν τα κέρδη. Και δεν άργησε να αποκτήσει σεβαστή περιουσία. Η έκπληξη, όμως, της Επανάστασης του 1821 και οι διωγμοί που εξαπέλυσαν τότε οι Τούρκοι κατά των Ελλήνων, δεν ανέκοψαν μόνον την εμπορική καταστροφή του. Το μόνο που κατόρθωσε ήταν να σώσει τη ζωή του και τη ζωή των μελών της οικογένειάς του, με τη βοήθεια του εγκατεστημένου εκεί Άγγλου εμπόρου Σάντισον, ο οποίος, μέσω της αγγλικής πρεσβείας, παρείχε ασφαλή προστασία στους καταδιωκόμενους από τους Τούρκους Έλληνες. Αλλά και τότε, όταν ο Ιωνίδης «απώλεσε τα πάντα» και «έμεινε, ώσπερ και πάμπολλοι άλλοι, γυμνός, δύο μόνον δεν απώλεσε: Την πεποίθησίν του εις την Θείαν Πρόνοιαν και την άκραν αυτού τιμιότητα».
Μετά την οικονομική καταστροφή του, αναγκάστηκε να εργαστεί ως μεσίτης κοντά στον σωτήρα – και προστάτη του, πλέον – Σάντισον και θέλοντας να τον ευχαριστήσει δεν δίστασε να κάνει ακόμη και τον τελάλη (δημόσιο κήρυκα), πιστεύοντας ότι καμία εργασία δεν είναι ντροπή. Και μόλις, με σωστή οικονομική διαχείριση (και τότε, αλλά και αργότερα, όταν έγινε ζάπλουτος, δεν λησμόνησε ποτέ το απόφθεγμα «οικονομείν πανταχόθεν και μη δαπανών επί ματαίοις») κατόρθωσε να συγκεντρώσει κάποιο ικανοποιητικό χρηματικό ποσόν – και, συγκεκριμένα, 50 ρουπιέδες [ρουπιές = χρυσό τουρκικό νόμισμα που αντιστοιχούσε περίπου σε μισό τάλιρο] – «εισήλθε και πάλιν εις το πρότερον στάδιον του εμπορίου».
Από τότε αρχίζει για τον Ιωνίδη μία σταθερά ανοδική πορεία, που θα τον οδηγήσει, λίγα χρόνια αργότερα, στο απόγειο της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Η ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΛΟΝΔΙΝΟ
Η διεύρυνση της επιχειρηματικής δραστηριότητας του Ιωνίδη και η απόκτηση τεράστιας για την εποχή περιουσίας συνδέεται με την οριστική εγκατάσταση του ίδιου και της οικογένειάς του στο Λονδίνο. Η ακριβής χρονολογία της εγκατάστασης δεν είναι γνωστή. Αλλά, οπωσδήποτε, πρέπει χρονικά να τοποθετηθεί στην αμέσως μετά την έκρηξη της ελληνικής επανάστασης περίοδο και αφού, εν τω μεταξύ, είχε κοπάσει το μένος του σουλτάνου κατά των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, με τους διωγμούς και τις σφαγές οι οποίες προηγήθηκαν τους πρώτους μετά την επανάσταση μήνες του 1821, πιθανότατα προς το τέλος του έτους αυτού. «Διευθετήσας το εμπόριον αυτού εν Κωνσταντινουπόλει – γράφει ο Αναστ. Γούδας, που αποτελεί πάντοτε πολύτιμη πηγή για τα κρίσιμα αυτά χρόνια, που επέδρασαν αποφασιστικά στην καταπινή εξέλιξη του Ιωνίδη – επεθύμησε να ίδη ιδίαις αντιλήψεσι την μητρόπολιν της Αγγλίας Λονδίνον, ήτις είναι συνάμα, ως γνωστόν, και η μητρόπολις του εμπορίου. Ενταύθα ο Ιπλιξής, καίτοι ολίγα γράμματα γινώσκων και ίσως ούτε λέξιν εννοών της αγγλικής, ότε επεσκέφθη το πρώτον την Αγγλίαν, ουδεμίαν όμως ανάγκην έλαβεν οδηγού ή ξεναγήσεως τουναντίον μάλιστα εν βραχεί διάστηματι χρόνου επήρκει να εκτελή αυτοπροσώπως ου μόνον τας ιδίας αυτού υποθέσεις, αλλά και να διευθετή τρόπον τινά ως εμπορομεσίτης και πολλάς άλλων εμπόρων. Γνωστόν δε είναι ότι το επάγγελμα εμπορομεσίτου εν Αγγλία και πανταχού σχεδόν των εμπορικών πόλεων όσω δυσχερές είναι, τοσούτω και έντιμον και, πολλάκις, μάλιστα, είναι και επικερδέστερον το του εμπόρου διότι ούτος μεν ενίοτε και ζημιούται εις τας επιχειρήσεις του ο δε εμπορομεσίτης, όταν διά της τιμιότητός του κερδίση την υπόληψιν των εμπορευομένων, οίτινες τότε τυφλοίς σχεδόν όμμασιν εμπιστεύονται αυτώ τας υποθέσεις των, κερδίζει πάντοτε, χωρίς να κινδυνεύση ούτε οβολόν. Αμφότερα τα έργα ταύτα μετήρχετο εν Αγγλία μετά τοσαύτης νοημοσύνης δαστηριότητος και καλώς εννοουμένης οικονομίας ο Ιπλιξής, ώστε δεν εβράδυνε να σχηματίση ουκ ευκαταφρόνητον περιουσίαν [...]».
Από όσα γράφει ο Αναστάσιος Γούδας, διαφαίνεται ότι η πρώτη αυτή επίσκεψη του Ιωνίδη στο Λονδίνο ήταν απλώς κατατοπιστική και ίσως επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη για να παραλάβει την οικογένειά του και να επανέλθει για την οριστική εγκατάσταση. Όμως, τούτο δεν διευκρινίζεται πλήρως, χωρίς φυσικά να έχει και ιδιαίτερη σημασία. Διότι, όπως προκύπτει από άλλη πηγή, η εγκατάστασή του στο Λονδίνο οριστικοποιήθηκε την περίοδο αυτή και ο Ιωνίδης άρχισε την εκεί επιχειρηματική του δραστηριότητα ως ναυτικός πράκτορας, εμπορομεσίτης και εξαγωγέας υφασμάτων από το Μάντσεστερ στην Τουρκία, ενώ, παράλληλα, ασχολήθηκε και με το εμπόριο κατεργασμένων δερμάτων.
Σύντομα, με την πολυσχιδή αυτή δραστηριότητα, απέκτησε μεγάλη περιουσία, ενώ από τις αρχές της δεκαετίας του 1830 είχε ως άμεσο συνεργάτη στις επιχειρήσεις του τον μεγαλύτερο γιο του Αλέξανδρο (1810-1890). Ο τελευταίος συνέβαλε στη σταδιακή επέκταση της οικογενειακής επιχειρηματικής δραστηριότητας, τόσο στο Λονδίνο όσο και στο Μάντσεστερ, ιδρύοντας τον Ιανουάριο του 1833 την εταιρεία «Ionides and Company – Turkey Merchants». Στον Αλέξανδρο οφείλεται, επίσης, η καθιέρωση για όλη την οικογένεια του επωνύμου Ιωνίδης, το οποίο υιοθέτησε και ο πατέρας του Κωνσταντίνος συνεχίζοντας όμως και τότε, αλλά και αργότερα, σε ορισμένες περιπτώσεις, να υπογράφει ως Κωνσταντίνος Ιωάννου Ιπλιξής. Στην οικογένεια των Ιωνιδών επικρατούσε η αντίληψη ότι η ετυμολογία του επωνύμου είχε τη ρίζα της στον Ίωνα, τον μυθικό γενάρχη των Ιώνων, ενός από τα κυριότερα ελληνικά φύλα που περιελάμβανε τους Έλληνες της Αττικής και της Βοιωτίας και τους αποίκους που εγκαταστάθηκαν στο τέλος της 2ης χιλιετίας π.Χ. στις ακτές της Μικράς Ασίας και σε ορισμένα νησιά του Αιγαίου (Χίος, Σάμος κ.ά.). Η αναγωγή της ετυμολογίας του επωνύμου στον Ίωνα δεν αποκλείεται να εξυπηρετούσε κάποια σκοπιμότητα. Και να απέβλεπε, κυρίως, στην υπογράμμιση από την οικογένεια των Ιωνιδών, που είχε βρει φιλόξενη εστί σε ξένη γη, της ελληνικής της ταυτότητας, αφού για όλους ο μυθικός γενάρχης Ίων ταυτιζόταν με την λέξη Έλληνας.