(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Νέα Πανδώρα» (1852, τόμος Γ’, σελ. 453-454)
«Εν τη αυτονόμω Ελλάδι είδεν ο Ιπλιξής εν κατάστημα εγερθέν, μέγα του έθνους φρατόριον [από τη λέξη φράτηρ – φρατέρες τα μέλη της ίδιας φυλής], σύμβουλον και δεσμόν της απανταχού Ελληνικής κοινωνίας εστίαν, αφ’ ης προύκειτο ν’ απαυγάζη το φως μέχρι των απωτάτων εσχαιτιών του Ελληνισμού, και οχυρόν φρούριον κατά τον πόλεμον τούτον της παιδείας κατά του σκότους και αισθανθείς ότι το Πανεπιστήμιον είναι η κιβωτός των φιλτάτων του έθνους ελπίδων, ενεκολπώθη αυτό, και τω εδαψίλευσε πάσαν ευεργεσίαν. Και τρισμυρίας [30.000] μεν δραχμάς εδωρήσατο προς ανέγερσιν της μίας αυτού πτέρυγος, αφού και άλλων ομογενών προυκάλεσεν υπέρ αυτή δωρεάς μυρίας [10.000] δε δραχμάς κατέθεσεν, όπως από των τόκων αυτών πλουτίζηται η βιβλιοθήκη πεντακισχιλίας δε, όπως επίσης απ’ αυτών εκτρέφωνται αενάως τέσσαρες εν τω πανεπιστημίω υπότροφοι και οκτακισχιλίων δραχμών τόκους προώρισεν εις εκτύπωσιν διδακτικών συγγραμμάτων, εκτός ότι επί οκτώ έτη εχορήγει υπογραφίαν εις είκοσι σπουδάζοντας νέους και εις είκοσι νέας.
Και εις άλλα δε καταστήματα εκτείνων τας αγαθοεργίας του, εν μεν Πειραιεί ανήγειρε διά τετρακισμυρίων [40.000] δραχμών το ήδη υπάρχον ωραίον δημοτικόν σχολείον εν δε Κέω [Κέα} επί οκταετίαν εμισθοδότησε διδάσκαλον δι’ εκπαίδευσιν των κορασίων εις την Φιλεκπαιδευτικήν Εταιρείαν [με το κατοπινό Αρσάκειο] επί πολλά έτη συνεισέφερεν ανά τετρακοσίας κατ’ έτος δραχμάς και εις την αρχαιολογικής, επί δεκαετίαν ανά τριακοσίας δωρησάμενος και την εν Κηφησία οικίαν του, τιμωμένην δραχμών μυρίων και δισχιλίων [12.000] έτι δε μυρίας δραχ. [10.000] κατέβαλεν εις την οικοδομήν της αγίας Ειρήνης, και πολλάς άλλας και αβράς βοηθείας εις άλλους ιερούς του Κράτους ναούς.
Αλλ’ ο ευρύς του πατριωτισμός, μη αναγνωρίζων τας πολιτκάς διακρίσεις, εδέχετο πάντα τόπον, υφ’ Ελλήνων οικούμενον, ως αδιαίρετον της ευποιίας του στάδιον. Εν Κωνσταντινουπόλει, τη πόλει της γεννήσεώς τους, ανήγειρε κατά το Νεοχώριον μεγαλοπρεπές σχολείον αλληλοδιδακτικόν και Ελληνικόν, και επροίκισεν αυτό διά γαιών και κτημάτων, ώστε διά της από τούτων προσόδου να συντηρήται εσαεί, και να μισθοδοτώνται πάντες οι αναγκαίοι διδάσκαλοι, χορηγών συγχρόνως, ο ελεήμων και φιλόπτωχος ούτος, εις πάσας ανεξαιρέτως τας ενδεείς οικογενείας του χωρίου εκείνου όλου του έτους αυτών τους άνθρακας και ενδύματα. Αυτόθι δε ου μόνον διά της επιρροής του διεπράξατο παρά της Οθωμανικής κυβερνήσεως την άδειαν της επί το αξιοπρεπέστερον ανοικοδομήσεως του αρχαίου και περιφήμου ναού της Ζωοδόχου Πηγής, εν ω η παράδοσις διηγείται θαυματουργόν τινα γενομένην διαμαρτύρησιν επί της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και πολλάς κατέβαλε ποσότητας και άλλους έπεισε να καταβάλωσιν άλλας προς ανέγερσιν του λαμπρού και εν ορθομαρμαρώσει σήμερον εμπρέποντος εκείνου ναού.
Επειδή δε η απεριόριστος ελευθεριότητας του και η περίνοιά του τω είχον περιάψει μεγίστην παρά τοις συμπατριώταις του, διά τούτο όλων των του έθνους δημοσίων πραγμάτων εν Κωνσταντινουπόλει παρεκαλείτο ως επί το πολύ να μετέχη και ούτως έλαβεν αφορμήν να σώση την περιουσίαν του Αγίου Τάφου, και πολλάς οικογενείας, ων η ύπαρξις απ’ αυτής εξηρτάτο, από επικειμένην καταστροφήν. Διότι επί της επαναστάσεως κληθείς εις την επιτροπήν της περιουσίας ταύτης, ως ταμίας και μέλος, και ευρών αυτήν εν σχεδόν εντελεί πτωχεύσει, κατώρθωσε και τα δαπάνας να περιστείλη, και τα εισοδήματα να δεκαπλασιάση, και εντός δέκα ετών ν’ απαλλάξη το ιερόν κατάστημα από τον απειλούντα κίνδυνον. Κατώρθωσε δε ταύτα διά της μεγάλης του βεβαίως φρονήσεως και επιδεξιότητος, αλλά συγχρόνως – τις δύναται να αμφιβάλλη, - και διά θυσιών ου μικρών.
Τοιούτος ην ο απεριόριστος, ο ουδεμιάς θυσίας φειδόμενος πατριωτισμός του Ιπλιξή. Τοιαύτην έτρεφεν αγάπην η καρδία του εκ ταπεινών ορμηθέντος υιού τούτου του Βυζαντίου προς τους απανταχού Έλληνας. Και μη τις υπονοήση ότι ο ζήλος του είχε την ματαιοφροσύνην υποβολέα, ή ότι εξήπτετο ως ωκύμορος [βραχύβια] φλοξ ενθουσιασμού στιγμιαίου ουχί! Ήτον λελογισμένος, ειλικρινής και ακλόνητος. Δυσπιστών, ουχί προς εαυτόν, αλλά προς την τύχην, ήτις φέρει των ανθρώπων τα πράγματα, και μάλιστα τα των εμπόρων, άμα είδεν εαυτόν κάτοχον μεγάλης περιουσίας, απεφάσισε μέγα μέρος αυτής, όσον προσδιώριζε προς περίθαλψιν της πατρίδος, να θέση εν ασφαλεί, εκτός των περιπετειών, εις ας εδύνατο να υποκύψη αυτός, και εσχημάτισε προς τούτο εν Λονδίνω το λεγόμενον φιλανθρωπικόν κατάστημα, εις ο κατέθηκε κατ’ αρχάς μεν δέκα, έπειτα δε δεκαπέντε χιλιάδας λιρών. Και πολλάκις μεν η αμφίρροπος πλάστιγξ του μπορίου έκλινεν έκτοτε εντός των χειρών του, και πολλάκις τω συνέπεσε να ίδη πάλιν σχεδόν εκ του σύνεγγυς τον άλλοτε γνωστόν του της πενίας πυθμένα, αλλ’ η ιερά εκείνη ποσότης έμεινεν ανέπαφος πάντοτε, ή μετωχετεύετο μόνον εις τους αύλακας, δι’ ων ήρδευε τους λειμώνας της εθνικής εκπαιδεύσεως.
Πολλάκις λαμβάνομεν την πικράν πείραν ότι αι καλαί πράξεις δεν ανταμείβονται πάντοτε επί γης, περιμένουσαι του μάρτυρος τον ευκλεέστερον στέφανον. Αλλ’ ουχί ούτως επί του προκειμένου. Ο Κωνσταντίνος Ιωνίδης έλαβεν ως ει τις και άλλος εν τω κόσμω τούτω το έπαθλον των αγαθών έργων του. Ήν δε τούτο πρώτον η ενδόμυχος εκείνη χαρά, η προς ουδεμίαν παραβαλλομένη τρυφή του αγαθοεργούντος, η αποπνεομένη ως ευγενές άρωμα απ’ αυτής της αγαθοεργίας του έπειτα δε αι γενικαί ευλογίαι, ο γενικός σεβασμός και η ευγνωμοσύνη, υφ’ ων πανταχού συνωδεύετο και ηκολουθείτο, και ην εθεώρησεν εαυτού έργον, το Πανεπιστήμιον να εκφράση πανδήμως προσέτι η συναίσθησις ότι καταλείπει οπίσω του αξίους υιούς, ικανούς να αισθανθώσι την εγυένειαν του έργου του, και προθύμους να το εξακολουθήσωσι και, τέλος, αι τιμαί και αι αναγνωρίσεις των πατριωτικών δωρεών του, αίτινες δημοσίως τω εδαψιλεύθησαν. Ούτως η μεν Κυβέρνησις της ΑΜ τω απένειμε την επίσημον αμοιβήν του σταυρού των Ταξιαρχών του βασιλικού Τάγματος του Σωτήρος η δε Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία τον κατέγραψε μετά των ευεργετών της και η Αρχαιολογική έστησεν εις την της ακροπόλεως άνοδον, εις τόπον επιφανέστατον, στήλην λιθίνην, εφ’ ης ενεχάραξε το τε όνομα και την δωρεάν αυτού εις μνήμην αιώνιον».